μοτέρ

μοτέρ
το άκλ. мотор, двигатель;

βάζω μπρος το μοτέρ — запустить мотор


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μοτέρ" в других словарях:

  • μοτέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), κινητήρια μηχανή, ο κινητήρας: Χάλασε το μοτέρ της ραπτομηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοτέρ — το άκλ. κινητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moteur < λατ. motor, oris «κινητής < movēre «κινώ»] …   Dictionary of Greek

  • σερβοκινητήρας — ο, Ν κινητήρας που χρησιμοποιείται σε διατάξεις αυτόματου ελέγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servomoteur < servir «υπηρετώ» + moteur «κινητήρας» (βλ. λ. μοτέρ)] …   Dictionary of Greek

  • Βαπτσάροφ, Νικόλα — (Nicola Vaptzarov, Μπάνσκο 1909 – Σόφια 1942). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βούλγαρου ποιητή Νικόλα Γιόνκοφ (Nicola Yonkov). Το έργο του, μολονότι παρουσιάζει πολλές επιδράσεις από την ποίηση του Μαγιακόφσκι και από τον ρωσικό κυβισμό και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»